- πισωδρομώ
- και πισοδρομώ Νκατευθύνομαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθοδρομῶ, με αντικατάσταση τού επιρρ. ὄπισθεν από το πίσω, με στόχο, προφανώς, τη δημιουργία λαϊκότερου επιπέδου ύφους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισωδρομώ — πισωδρόμησα, οπισθοδρομώ, κάνω προς τα πίσω: Πισωδρόμησα τρομαγμένος μόλις είδα το φίδι μπροστά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πισωδρόμισμα — και πισοδρόμισμα, το, και πισωδρομισμός, ο, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωδρομώ, οπισθοχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισωδρομώ + κατάλ. ισμα / ισμός, κατά τα ουσ. από ρ. σε ίζω) … Dictionary of Greek
πισοδρομώ — Ν (δ. γρφ.) βλ. πισωδρομώ … Dictionary of Greek
καρκινοβατώ — βαδίζω σαν καρκίνος, πισωδρομώ, πηγαίνω σαν τον κάβουρα: Στη δουλειά του καρκινοβατεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πισωδρόμισμα — το η πράξη του πισωδρομώ, η κίνηση προς τα πίσω, η υποχώρηση: Με το πισωδρόμισμα έπεσα στο λάκκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)